Δύο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες εκθέσεις φωτογραφίας παρουσιάζονται στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Βασ. Όλγας 108), στο πλαίσιο της Φωτοσυγκυρίας 2006, υπό τον γενικό τίτλο «To φωτογραφικό ντοκουμέντο. Όψεις & Μεταμορφώσεις».
Πρόκειται για τις εκθέσεις «H φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Aναδρομική έκθεση» και «Στην άκρη του δρόμου και της μνήμης. Φωτογραφίες από τη συλλογή του 'Αρη Παπατζήκα», που εγκαινιάζονται την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου, θα διαρκέσουν έως τις 9 Απριλίου 2006 και θα λειτουργούν με το ακόλουθο ωράριο:
Τρίτη έως Παρασκευή, ώρες 10:00 - 14:00 και 18:00 - 21:00, Σάββατο και Κυριακή 10:00 - 18:00 (Δευτέρα: κλειστά).
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό. Για ομαδικές επισκέψεις, πρέπει να προηγείται συνεννόηση, στα τηλέφωνα 2310 295.170 και 2310 295.171.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΒΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Αναδρομική έκθεση
Η Βούλα Παπαϊωάννου (1898 - 1990) δραστηριοποιήθηκε ως φωτογράφος για μια περίπου τριακονταετία, από τα μέσα της δεκαετίας του '30 έως τα μέσα της δεκαετίας του '60. Μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας από τον γνωστό φωτογράφο Πάνο Γεραλή. Στα πρώτα της βήματα ασκήθηκε με επιτυχία σε λήψεις μουσειακών εκθεμάτων, τοπίου και αρχαιοτήτων. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατά τη γερμανική κατοχή κατέγραψε τη ζωή του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, καταγγέλλοντας τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των αποσκελετωμένων από την πείνα παιδιών. Κατά την περίοδο του εμφυλίου (1946 - 1948) αποτύπωσε τη ρημαγμένη ύπαιθρο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της αλλά και τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της χώρας, συνεργαζόμενη με τους ξένους οργανισμούς βοήθειας. Μετά το 1950 συμμετείχε με την προσωπική της ματιά, συχνά ως μέλος της ΕΦΕ (Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας), στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της Ελλάδας όπως προβλήθηκε μέσα από τουριστικά έντυπα και φωτογραφικά βιβλία. Το έργο της, με την κατάθεσή του από την ίδια στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη το 1976, είδε πάλι το φως και επανεκτιμήθηκε κυρίως την τελευταία εικοσαετία.
Η αναδρομική έκθεση της Βούλας Παπαϊωάννου, που παρουσιάζεται στη Φωτογραφική Συγκυρία 2006, είναι απόρροια μακρόχρονης έρευνας προκειμένου να τεκμηριωθεί πληρέστερα το αρχείο της και να διαγραφεί, όσο το δυνατόν αρτιότερα, η φωτογραφική της πορεία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής της. Το έργο της συνοψίζεται μέσα σε περίπου 100 φωτογραφίες, χωρισμένες σε 4 κύριες θεματικές ενότητες με χρονική διαδοχή: α) τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία (1935 - 1940), β) από τη ζωή στην Αθήνα μετά την κήρυξη του πολέμου έως την απελευθέρωση (1940 - 1944), γ) η ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρος και η προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας (1944 - 1950) και δ) συμβολή στη μεταπολεμική φωτογραφική απεικόνιση της Ελλάδας (1950 - 1965). Οι φωτογραφίες κάθε ενότητας έχουν επιλεγεί με θεματικά αλλά και φωτογραφικά κριτήρια, ώστε, πέρα από τη λειτουργία τους ως «ντοκουμέντων», να παραπέμπουν και στην προσωπική γραφή της φωτογράφου, που έχει τη δύναμη να υπαινίσσεται μάλλον παρά να πληροφορεί και, αποτυπώνοντας συγκεκριμένα γεγονότα, να δημιουργεί φωτογραφικές εικόνες διαχρονικές.
Η έκθεση είναι παραγωγή του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, με επιμέλεια της Φανής Κωνσταντίνου.
ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Φωτογραφίες από τη συλλογή του 'Αρη Παπατζήκα
Ο 'Αρης Παπατζήκας, ένας ιδιαίτερα αξιόλογος, αν όχι μοναδικός στο είδος του συλλέκτης, για περισσότερα από είκοσι χρόνια συλλέγει με επιμονή φωτογραφίες χωρίς προτεραιότητα στην αισθητική, αλλά με έμφαση στις κοινότοπες εικόνες που παραμένουν στα αζήτητα των παλαιοπωλείων και στα συρτάρια. Η προσέγγιση της συλλογής του γεννά αρχικά αμηχανία. Πολλές φωτογραφίες είναι μικρές σε μέγεθος, κακοτυπωμένες, ταλαιπωρημένες από την χρήση ή την κακή αποθήκευση, ώστε μόνο με φακό διακρίνεται το θέμα τους. Χωρίς να προκαλούν με την αισθητική τους, αν και σε μερικές αναγνωρίζεται ένα ιδιαίτερο φωτογραφικό βλέμμα, αποθησαυρίζονται από η διεισδυτική ματιά ενός συλλέκτη, ο οποίος μέσα από τη φωτογραφία συνθέτει το πλαίσιο μιας εποχής με ασήμαντες λεπτομέρειες που συχνά διέφευγαν ακόμη και από τον ίδιο τον φωτογράφο. Ο Παπατζήκας τις συντάσσει σε ασυνήθιστα, συχνά προσχηματικά, θέματα, στα οποία ενδιαφέρεται -με βάση τον ορισμό του Roland Βarthes- άλλοτε για το studium της φωτογραφίας (γενικό θέμα, εποχή, τοποθεσία) και άλλοτε για το punctum (μια αδιόρατη λεπτομέρεια στην ενδυμασία, μια μορφή ή μια επιγραφή στο βάθος). Η φωτογραφία εδώ αντιμετωπίζεται κυρίως ως οικονομική τεχνική παραγωγής εικόνων, για πολλές από τις οποίες τα κίνητρα είναι αδιευκρίνιστα ή μπαίνουν κάτω από το αόριστο πλαίσιο «αναμνηστική φωτογραφία», αναδεικνύοντας τον ρόλο του μέσου ως φορέα συλλογικής συνείδησης. Οι εικόνες που σκιαγραφούν την επίσημη κοινωνική ζωή και ιστορία εμπλουτίζονται ουσιαστικά από το πλήθος λαϊκών φωτογραφιών που σμιλεύουν ψηφίδα - ψηφίδα το ήθος και τη μορφή μιας εποχής. Βέβαια, οι ταπεινές αυτές φωτογραφίες έπαιξαν συχνά σε ατομικό επίπεδο ρόλο που καμιά καλλιτεχνική εικόνα δεν μπορεί να υπερκεράσει. Τέλος, συχνά περιέχουν στοιχεία που ανάγονται στη σφαίρα της αναπόφευκτης τεκμηρίωσης, η οποία δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή αλλά αρκετές φορές γίνεται τυχαία: από παρόρμηση ή επειδή κάτι λανθάνει μέσα στην οπτική γωνία του φακού και καταγράφεται ασυνείδητα στο πλαίσιο μιας άλλης λήψης.
Η μικρή αυτή ανθολογία συγκροτήθηκε με τη σκέψη να ριχτεί μια ακτίνα φωτός στον τρόπο που η φωτογραφία συναντά το περιθώριο της «επίσημης ζωής»: επαγγέλματα του πεζοδρομίου (κατά τον μεσοπόλεμο υπήρχε πληθώρα τέτοιων ασχολιών, συνηθισμένων ή οριακών), μορφές του κοινωνικού περιθωρίου (μάγκες, ρεμπέτες, αρτίστες, ληστές). Χώρος αφιερώνεται στους πλανόδιους φωτογράφους και στην αγοραία φωτογραφία ανθρώπων των ταπεινών κοινωνικών στρωμάτων, που ποζάριζαν στον δρόμο για μια φτηνή φωτογραφία, αντίθετα με την ακριβότερη «εβδομαδιαία» που σκηνοθετούνταν στο στούντιο και ήταν πιο επιτηδευμένη τεχνικά και αισθητικά. Καθόλου τυχαία, οι περισσότερες φωτογραφίες της έκθεσης είναι αγνώστων φωτογράφων, εντελώς ταιριαστά με τα ίδια τα θέματά τους. Έτσι, η φωτογραφία επικυρώνεται ως κοινωνικό τυπικό στο οποίο ανώνυμοι και επώνυμοι, το σαλόνι και το περιθώριο, παίρνουν θέση απέναντι στον φακό, ενωμένοι από την αγωνία πολέμου της λήθης. Οι εικόνες αυτές, ως είδος, συμπληρώνουν ουσιαστικά την ιστορία της φωτογραφίας και της κοινωνίας, υφαίνοντας ένα πυκνό πλέγμα μορφών, σκηνών, λεπτομερειών, που αναπλάθουν ανάγλυφα το ήθος μιας εποχής.
Την έκθεση επιμελήθηκε ο Ηρακλής Παπαϊωάννου.