Οι πολεμικοί  ανταποκριτές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου
Χώρος: Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη
Εγκαίνια: 10 Οκτ 2008
Διάρκεια: 10 Οκτ 2008 - 16 Νοε 2008

Οι πολεμικοί ανταποκριτές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου

Απ' όλους τους πολέμους που συγκλόνισαν τον κόσμο, υπήρξε ένας με ιδιαίτερο αντίκτυπο, που συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, συγγραφέων, διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας, από τις 17 Ιουλίου 1936 μέχρι και την 1 Απριλίου 1939, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά απ' όλο τον κόσμο έστειλαν τους καλύτερους επαγγελματίες τους για να καλύψουν τη σύρραξη, στην οποία παιζόταν η ισορροπία δυνάμεων που θα καθόριζε τον 20ό αιώνα.

Η έκθεση «Οι πολεμικοί ανταποκριτές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου» που θα παρουσιαστεί από τις 10 Οκτωβρίου έως τις 16 Νοεμβρίου 2008 στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Βασ. Όλγας 108), μέσα από μια σειρά αντικειμένων, φωτογραφιών εποχής, αλλά και με τις διάσημες ανταποκρίσεις, μας εισάγει στο κλίμα της ταραγμένης αυτής περιόδου.

Μεταξύ των εκθεμάτων περιλαμβάνονται οι 31 καλύτερες ανταποκρίσεις, περιγραφές τόπων και ανθρώπων, που γράφτηκαν στο ίδιο το πεδίο της μάχης και είχαν διεθνή αντίκτυπο, από ανταποκριτές που απέκτησαν διεθνή φήμη, όχι μόνο λόγω της δημοσιογραφικής τους ιδιότητας, αλλά και άλλων δραστηριοτήτων τους. Ανάμεσά τους ο Νίκος Καζαντζάκης και οι Έρντστ Χέμινγουέι, Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερύ, Ιλία Έρενμπουργκ, Τζωρτζ Όργουελ, Χάρολντ «Κιμ» Φίλμπι, Μάρθα Γκέρλχορν, Ίντρο Μοντανέλλι και άλλοι.

Η έκθεση διοργανώνεται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες, το Ίδρυμα Πάμπλο Ιγκλέσιας, το Μουσείο Καζαντζάκη, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και το Ελληνοϊσπανικό Κέντρο Πολιτισμού Θεσσαλονίκης «Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα» υπό την αιγίδα του Προξενικού Σώματος Ελλάδος, και εντάσσεται στο πρόγραμμα των 43ων Δημητρίων.

Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη έως Πέμπτη, Σάββατο, Κυριακή 10:00 - 18:00, Παρασκευή 10:00 - 14:00 και 18:00 - 21:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Για ομαδικές επισκέψεις πρέπει να προηγείται συνεννόηση με το ΜΙΕΤ, τηλ. 2310 295170-1.

[Ακολουθεί το κείμενο του επιμελητή της έκθεσης, Κάρλος Γκαρθία Σάντα Θεθίλια, όπως δημοσιεύεται στον κατάλογο της έκθεσης] 

«Νίκος Καζαντζάκης, Πλέοντας μέσα σ' έναν πίνακα του Ελ Γκρέκο»

Ο Εμφύλιος Πόλεμος από το 1936 ως το 1939 συγκέντρωσε στο Ισπανικό έδαφος μια ανεπανάληπτη ομάδα ανταποκριτών απ' όλο τον κόσμο. Οι μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά έστειλαν τους καλύτερους επαγγελματίες που διέθεταν κι έναν σημαντικό αριθμό συγγραφέων και διανοουμένων που πήραν τη δημοσιογραφική πένα για να διηγηθούν τα συμβάντα. Δεν υπάρχει άλλος πόλεμος στη σύγχρονη εποχή που να προκάλεσε τόσο έντονα συναισθήματα και τόσο βίαιες μεροληψίες. Η ισπανική υπόθεση έγινε υπόθεση όλων των λαών. 

Είναι πολλοί οι λόγοι που εξηγούν αυτή τη συγκέντρωση, η οποία - για έναν ιστορικό μεγάλης σημασίας γι' αυτή την περίοδο, όπως ο Χιού Τόμας - αποτελεί τον χρυσούν αιώνα των ανταποκριτών στο εξωτερικό. Κατ' αρχάς, η προσδοκία που ξύπνησε ένας πόλεμους, που - παρ' όλο που ξεκίνησε περιορισμένος γεωγραφικά σε μια ακραία χερσόνησο της Ευρώπης - μετατράπηκε αμέσως σε πεδίο μάχης των βασικών ιδεολογιών της εποχής. Λίγες εβδομάδες αφ' ότου εκδηλώθηκε η στάση, κατέστη σαφές ότι η γερμανική, ιταλική και πορτογαλική βοήθεια ήταν ουσιαστικής σημασίας για να επιτύχει τους σκοπούς του ο στρατηγός Φράνκο, ο οποίος επελέγη στο Βερολίνο και στη Ρώμη για να υπερκεράσει τον κύριο υποκινητή του πραξικοπήματος, τον στρατηγό Μόλα, που σύντομα βρέθηκε απομονωμένος, χωρίς προμήθειες και πυρομαχικά, στα βόρεια της Καστίλλης, της Ναβάρρας και της Γαλικίας. Με περισσότερο ή λιγότερο ενθουσιασμό - οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν - ήρθε λίγο αργότερα και η υποστήριξη των σοβιετικών στους Δημοκρατικούς. Επρόκειτο λοιπόν για έναν πόλεμο που σύντομα διεθνοποιήθηκε και στον οποίο στην πλειοψηφία τους οι χώρες δεν ήταν απλώς μάρτυρες, αλλά εμπλεκόμενες, ακόμα και με την πολιτική τους περί μη επέμβασης, μιας πολιτικής στην οποία απάντησε η αριστερά σε πολλές δυτικές χώρες. Η επέλαση των Διεθνών Ταξιαρχιών, με εθελοντές από περισσότερες των πενήντα χώρες, εξέφρασε αυτή την δέσμευση και χρησίμευσε ως βάση για την υποχρεωτική μετάδοση αυτής της ιστορίας στις εφημερίδες όλου του κόσμου. Η αίσθηση, κυρίως από το καλοκαίρι του 1937 και ύστερα, ότι η Ισπανία δεν ήταν παρά η πρώτη μάχη μιας πολύ ευρύτερης σύγκρουσης που διαφαινόταν στον ορίζοντα, συνέβαλε επίσης σ' αυτή την τάση.

Κατά την άποψή μου πάντως υπάρχει κι άλλη μια καθοριστική αιτία - στην οποία δεν έχει δοθεί η δέουσα σημασία - που εξηγεί την τόση προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης: ο ισπανικός πόλεμος ήταν ένας πόλεμος που ακόμα μπορούσε κανείς να διηγηθεί. Αν ο πολεμικός ανταποκριτής, με κάποια σημαντικά προηγούμενα, γεννήθηκε στις τρελές επιδρομές των δημοσιογράφων του αμερικανικού κίτρινου τύπου των Χέρστ και Πούλιτζερ στον απελευθερωτικό πόλεμο της Κούβας το 1898, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο φτάνει την ωριμότητά του, τόσο λόγω των επικοινωνιακών συστημάτων, όσο και λόγω του κύρους του έργου του δημοσιογράφου, ο οποίος ερμηνεύει για τον αναγνώστη τα συμβάντα, το πώς και το γατί. Ποτέ άλλοτε, σε καμιά άλλη πολεμική σύγκρουση, ο ανταποκριτής δεν βρισκόταν σε τέτοια προνομιούχο θέση στην ώρα που καλούταν να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Πρέπει φυσικά να μπούμε στην ουσία και να διακρίνουμε τις αντιμαχόμενες πλευρές, τις περιόδους και τα μέτωπα, τη λογοκρισία και τον βαθμό δέσμευσης των ειδικών απεσταλμένων, αλλά στην Ισπανία ήταν ακόμα δυνατόν να μιλά κανείς με τους στρατιώτες στα χαρακώματα, να αμφισβητεί τις επίσημες ανακοινώσεις και να κρατήσει το χέρι του ετοιμοθάνατου στις τελευταίες του στιγμές. Ποτέ άλλοτε, αργότερα, ούτε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε στην Κορέα, ούτε στο Βιετνάμ, και πολύ λιγότερο στον Πόλεμο του Κόλπου, δεν κατάφερε κάποιος ανταποκριτής να μεταδώσει ανταποκρίσεις και από την μια πλευρά και από την αντίθετη, να χειριστεί πληροφόρηση από πρώτο χέρι και, κυρίως, να παρακολουθήσει με τα κιάλια του την εξέλιξη της κίνησης των στρατευμάτων. 

Υπάρχει μια πολύ σημαντική φωτογραφία, στην οποία βλέπουμε μια ομάδα ανταποκριτών καθισμένων σε ψάθινες καρέκλες, σ' ένα μπαλκόνι, απ' όπου γίνονται μάρτυρες - αυτόπτες τούτη τη φορά - της μάχης που διεξάγεται κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Λεοπόλντο Νούνες, ανταποκριτής της πορτογαλικής εφημερίδας O Século, κατάφερε να φτάσει στο χαράκωμα της δημοκρατικής αντίστασης στο Ριοτίντο και να επιστρέψει για να μεταδώσει την ανταπόκρισή του. Οι περιπέτειες που προκάλεσαν οι συχνές επιδρομές δημοσιογράφων στη μια ή στην άλλη αντιμαχόμενη πλευρά για να επαληθεύσουν, να συγκρίνουν ή να συμπληρώσουν πληροφορίες, μας δίνουν μια ιδέα για την ελευθερία κίνησης που είχαν και δεν επανελήφθη ποτέ πια. Η εικόνα, που αργότερα θα κυριαρχήσει της πληροφορίας, δεν ήταν ακόμα παρά μια υπόσχεση για την σύλληψη της πραγματικότητας. Υπάρχουν εξαιρετικές φωτογραφίες από την οπισθοφυλακή, την κινητοποίηση και τον ενθουσιασμό των μαχητών και των δυο στρατών, αλλά ελάχιστες που να δείχνουν τη χλαπαταγή της μάχης. Έτσι, η αφήγηση είναι εκείνη που εστιάζει στην πληροφορία και πρωταγωνιστεί σ' αυτήν και η λογοτεχνία είναι εκείνη που δίνει συναίσθημα  και βάθος. Υπάρχει ένας «ανθρώπινος παράγων» που καθιστά αυτούς τους μεγάλους ανταποκριτές μοναδικούς και ανεπανάληπτους και τους τοποθετεί, αναμφίβολα, στον χρυσούν τους αιώνα.

Κάποιες από τις ανταποκρίσεις, όπως αυτή για την σφαγή στην Μπανταχόθ που έγραψε ο Τζέυ 'Αλλεν ή εκείνη για τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα του Τζώρτζ Λ. Στήηρ, είναι ιστορίες που καθόρισαν την μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων. 'Αλλες, όπως αυτή του Χέρμπερτ Μάθιους για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, εκείνη του Καρντόζο για την απελευθέρωση του Αλκάθαρ του Τολέδο ή η άλλη του Κόλτσωφ για την εισβολή των ρωσικών αρμάτων μάχης στην Σεσένια, δείχνουν την στράτευση και την προσωπική εμπλοκή των ειδικών απεσταλμένων. Ο Φέλιξ Κορρέια της εφημερίδας Diario de Lisboa, αποκάλυψε στον κόσμο ποιος ήταν ο Φράνκο και ο Πιέρ Βαν Πάασσεν έδωσε την φοβερή πολιτική διαθήκη του Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ανταποκρίσεις είναι ένα ακόμα κεφάλαιο της μεγάλης λογοτεχνίας συγγραφέων όπως ο Έρενμπουργκ, ο Σεντ -Εξυπερύ, ο Όργουελ ή ο Χέμινγουέι. Στην Ισπανία, η Μάρθα Γκέλχορν και η Βιρτζίνια Κόουλς έγιναν δημοσιογράφοι και ο Λάνγκστον Χιούζ έγραψε για τους αφροαμερικανούς συμπατριώτες του που ενεπλάκησαν σ' αυτόν τον τόσο μακρινό πόλεμο.

Η Ισπανία υπήρξε επίσης η βάση εκτόξευσης της πιο επιτυχημένης κατασκοπικής καριέρας του 20ου αιώνα, αυτής του Χάρολντ - Κιμ - Φίλμπυ, που συνέπεσε με έναν άλλον μεγάλο ανταποκριτή, τον Ίντρο Μοντανέλλι, ο οποίος εκδιώχθηκε από το κόμμα και την Ιταλία, επειδή σατίρισε την μεγαλομανία των φασιστών στην κατάκτηση του Σανταντέρ. Ο Χέρμπερτ Λ. Μάθιους και, στο εθνικιστικό στρατόπεδο, ο Ουίλιαμ Π. Κάρνεϋ, προσέφεραν την πληρέστερη κάλυψη του πολέμου - συχνά με αντίθετες θέσεις - και εδραίωσαν οριστικά το κύρος και την ποιότητα της εφημερίδας τους, των The New York Times. Η είσοδος του φρανκικού στρατού στη Μαδρίτη βρήκε τον ανταποκριτή της λονδρέζικης Daily Express, Ο. Ντ. Γκάλαχερ μόνο του στο κτήριο της Τηλεφωνικής Εταιρείας, να στέλνει τα τηλεγραφήματά του. Πολύ πρόσφατα πέθανε ο Τζέφρυ Κοξ, ειδικός απεσταλμένος της News Chronicle και ο τελευταίος των μεγάλων ανταποκριτών του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος δήλωσε σχετικά μ' αυτή την έκθεση: «Η Ισπανία ήταν η είδησή μας».

Σ' αυτή την ομάδα ήρθε να προστεθεί ο Νίκος Καζαντζάκης, σε μια κρίσιμη για τον πόλεμο στιγμή.  Γύρω απ' το τραπέζι ενός εστιατορίου της Γκραν Βία στη Μαδρίτη - όπου χωρούσαν όλοι οι ξένοι ανταποκριτές - έβαζαν στοιχήματα μεταξύ τους για το πόσες μέρες θα πάρει στον Φράνκο να μπει στην πρωτεύουσα. Μόνο ένας στοιχημάτισε ότι η πόλη θα άντεχε πάνω από πέντε βδομάδες, αν και αργότερα εξομολογήθηκε ότι το έκανε μόνο και μόνο για να ζωντανέψει η παρέα. Αντίθετα σε όλα τα προγνωστικά, η Μαδρίτη αντιστάθηκε, ο πόλεμος πέρασε τα σύνορα και οι καλύτεροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι πήραν το δρόμο για την Ισπανία. Ο Καζαντζάκης περνούσε ένα ήρεμο καλοκαίρι στο εξοχικό του στην Αίγινα, βυθισμένος στο μεγάλο του ποιητικό έργο πάνω στην κλασική Οδύσσεια. Ένα τηλεγράφημα του Γιώργου Βλάχου, διευθυντή της αθηναϊκής εφημερίδας Καθημερινή, τον έβγαλε απ' τον επίγειο παράδεισό του τον Οκτώβριο του 1936. «Ξέρω πως θα προτιμούσες να πας στους κόκκινους», του είπε ο διευθυντής, «αλλά εγώ σε στέλνω στους μαύρους, όπως τους λέτε.»

Ο Καζαντζάκης έγραψε: «...Μονάχα η ανάγκη μ' έκαμε να την αφήσω [την Αίγινα] κι η λαχτάρα να δω τη νέα αυτή πληγή του κόσμου -την Ισπανία. Βαριά το πλερώνω, μα συλλογούμαι πως ένας μήνας είναι και θα περάσει και θα γίνουν όλα θύμησες με τη γλυκιά πατίνα του καιρού...» Στα μέσα Οκτωβρίου βρίσκεται στη Λισαβόνα προσπαθώντας να πάρει βίζα και δυο μέρες αργότερα γράφει από την Κάθερες, μια πόλη στην οποία δεσπόζει μια τεράστια Καρδιά του Ιησού τρυπημένη από μια λόγχη. Μετακινείται στην Σαλαμάνκα, όπου βρίσκεται το γενικό επιτελείο του Φράνκο κι εκεί παίρνει συνέντευξη από τον Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, φιλόσοφο και συγγραφέα με μεγάλη επιρροή στην Ισπανία. Γνώστης του έργου του, ο Καζαντζάκης κάνει μαζί του μια έντονη συζήτηση, κατά την οποία ο Ουναμούνο παραπονιέται με πικρία για την μοναξιά στην οποία βρίσκεται λίγες μέρες αφ' ότου αντιμετώπισε τους στρατιωτικούς και τους φαλαγγίτες. Ο στοχαστής, που στην αρχή υποστήριξε την στάση, αντελήφθη αμέσως την βιαιότητα και τον παραλογισμό των στασιαστών και σε μια διαβόητη συνέλευση στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου, στις 12 Οκτωβρίου, απαντώντας στις κραυγές τους «Ζήτω ο Θάνατος!» και «Να πεθάνει η διανόηση!», αναφώνησε: «Θα νικήσετε αλλά δεν θα πείσετε». Απομονωμένος φυσικά και πολιτικά, με παρηγοριά μόνο λίγους φίλους και θαυμαστές - όπως ο έλληνας ανταποκριτής - ο Ουναμούνο πεθαίνει λίγες εβδομάδες αργότερα.

Ο ειδικός απεσταλμένος της Καθημερινής ακολούθησε τα στρατεύματα προς το Τολέδο,  πόλη που γνώριζε καλά από το προηγούμενο ταξίδι του στην Ισπανία (1932-1933). Βλέποντας τα ερείπια της πόλης που τόσο αγαπούσε, διαβεβαιώνει στο χρονογράφημά του πως του φαίνεται λες και επιπλέει μέσα σ' έναν πίνακα του Ελ Γκρέκο. Φτάνει προ των πυλών της Μαδρίτης, που τότε θεωρούνταν εύκολη κατάκτηση, αλλά έκανε πάνω από δυο χρόνια να πέσει.  Καθ' οδόν, βρίσκει ένα γράμμα που ξεπροβάλλει απ' το ματωμένο αμπέχονο ενός νεκρού πολιτοφύλακα. Η γυναίκα του νεκρού στρατιώτη τον λαχταρά και η κόρη του του ζητά να επιστρέψει για να δει κάποια νεογέννητα γατάκια. Στις 40 μέρες που πέρασε στην Ισπανία - σύμφωνα με τον τίτλο που έδωσε στη σειρά των ανταποκρίσεων η εφημερίδα Καθημερινή - ο Καζαντζάκης έδωσε μια έντονη εικόνα ενός πολέμου, τον οποίο σωστά ερμήνευσε ως πρόλογο της θύελλας που θα σάρωνε την Ευρώπη.

Σαράντα ημέρες εις την Ισπανίαν ήταν ο τίτλος που έδωσε στις ανταποκρίσεις του και δυο από αυτές έχουν συμπεριληφθεί σ' αυτή την έκθεση, στην αυθεντική τους μορφή, ακριβώς όπως δημοσιεύθηκαν στην Καθημερινή και άφησαν ένα ανεξίτηλο σημάδι στην καρδιά του. Οι ειδικοί έχουν τεκμηριώσει την επιρροή του Δον Κιχώτη στο έργο του, έχουν υπογραμμίσει την έντονη σχέση του με τον Ουναμούνο, φυσικά την έκστασή του μπροστά στο έργο του Ελ Γκρέκο, κρητικού, επαναστάτη και παρεξηγημένου όπως και ο ίδιος. Δεν είναι δική μας δουλειά να το αναλύσουμε εδώ, πρέπει όμως να επισημάνουμε πως κάποιοι βεβαιώνουν ότι τα καλύτερα πεζά του Νίκου Καζαντζάκη είναι τα κείμενα που έγραψε ως ανταποκριτής στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

Κάρλος Γκαρθία Σάντα Θεθίλια


Σχόλια:

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
See more arrow

Please enter valid email