Την Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017
το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
εγκαινιάζει στο Μέγαρο Εϋνάρδου (Αγίου Κωνσταντίνου 20)
την έκθεση
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΣΧΕΔΙΑ 1929 – 1986
Στην έκθεση παρουσιάζονται 300 σχέδια που καλύπτουν όλα τα γόνιμα χρόνια του καλλιτέχνη, από την περίοδο των σπουδών του μέχρι την ανέκδοτη εικονογράφηση που έκανε για τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού. Η έκθεση συνοδεύεται από έκδοση με κείμενο του Ν. Π. Παΐσιου, στον οποίο οφείλεται και η τεκμηρίωση έργων, εκτενές χρονολόγιο και βιβλιογραφία του καλλιτέχνη.
Ο Νίκος Νικολάου (1909-1986) γεννήθηκε στην Ύδρα. Μετά τα στερημένα παιδικά και εφηβικά του χρόνια εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοιτά το 1935. Χάρη σε μια υποτροφία που μοιράζεται με τον Γιάννη Μόραλη, οι δυο τους φεύγουν το 1937 αρχικά για τη Ρώμη και κατόπιν για το Παρίσι. Ωστόσο τον επόμενο χρόνο ο Νικολάου θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν θα του επιτρέψει να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Ήδη όμως από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το έργο του αναδεικνύεται και κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος στο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες ο Νικολάου κάνει δέκα ατομικές εκθέσεις και συμμετέχει σε δεκάδες ομαδικές. Μεταξύ άλλων φιλοτεχνεί τοιχογραφίες για την Πάντειο Σχολή, για τη «Λέσχη Δομήνικος Θεοτοκόπουλος» στο Ηράκλειο Κρήτης, για το Θέατρο Μουσούρη και για περίπτερα του ΕΟΤ στις Μυκήνες και τη Σπάρτη. Αναλαμβάνει επίσης την αγιογράφηση του νέου κλίτους του Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Το 1958 ιδρύει τον Όμιλο Φιλοτέχνων και Καλλιτεχνών, στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί η αίθουσα τέχνης «Αρμός», στην οδό Ηρακλείτου 21. Πολυσχιδής είναι η δραστηριότητά του και σε άλλους τομείς: κάνει σκηνογραφίες για το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, επιμελείται επιτοίχια ημερολόγια και καπνικές διαφημιστικές εκστρατείες για την Καπνοβιομηχανία Κεράνης, καταπιάνεται με τις εφαρμοσμένες τέχνες (κεραμικά, ταπισερί, εξώφυλλα δίσκων) και εικονογραφεί βιβλία. Το 1964 εκλέγεται καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου διδάσκει μέχρι το 1974.
Όπως σημειώνει ο Νίκος Παΐσιος στο κατατοπιστικό κείμενο του καταλόγου: «Με ορόσημο το θαμπωτικό 1948, ξεχωρίζουμε δύο περιόδους στο σχέδιο του Νικολάου. Στην πρώτη, προσπαθεί να αποτυπώσει το οπτικό γεγονός (όπως αυτό φαίνεται με την τυχαία φωτοσκίαση), να ερμηνεύσει την εικόνα μπροστά στα μάτια του με τη γενίκευση της φόρμας σε μεγαλύτερα και απλούστερα σχήματα, να διαχειριστεί την αντίθεση φως-σκιά, και να αποδώσει το πλάσιμο των επιφανειών και του όγκου». Στην πρώτη αυτή περίοδο εμπνέεται από τη φύση, ενώ στη δεύτερη (1948-1986) το ενδιαφέρον του στρέφεται στην ανθρώπινη μορφή, ιδίως τη γυναικεία. Τώρα «η ερμηνεία γίνεται σχεδόν αποκλειστικά μέσω της γραμμής. Με τρόπο λιτό και ουσιαστικό, η γραμμή, χάρη στις αντιθέσεις της (καμπύλη-ευθεία) και στις αυξομειώσεις της έντασης και του πάχους της, συνθέτει ένα σαφές και δυνατό σχέδιο».
Ο Νίκος Νικολάου πέθανε στην Αθήνα. Ο τάφος του βρίσκεται στην Αίγινα, όπου πέρασε μεγάλο μέρος από τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Το 2008, με φροντίδα του Ιδρύματος Νίκου και Αγγέλας Νικολάου, ξεκίνησε η καταγραφή του αρχείου σχεδίων του καλλιτέχνη, την οποία συνέχισε και ολοκλήρωσε το 2012 το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Παράλληλα το Ίδρυμα Νικολάου δώρισε στο ΜΙΕΤ το αρχείο του ζωγράφου, το οποίο ταξινομήθηκε, καταγράφηκε και αποτέλεσε σημαντική πηγή για την τεκμηρίωση των έργων της έκθεσης.