Η έκθεση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Δημοτική Πινακοθήκη Κέρκυρας.
Τα έργα του Λ. Κογεβίνα αποτελούν πρότυπα της χαρακτικής τέχνης και μοναδική καταγραφή των αρχαιολογικών μνημείων και εκκλησιών της Ελλάδας. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν οξυγραφίες από τα τρία μεγάλα λευκώματα, που φιλοτέχνησε ο Κογεβίνας, χαλκογραφίες και βιβλία που είχε εικονογραφήσει καθώς και ποικίλα σχέδια και ακουαρέλες.
Ο Λυκούργος Κογεβίνας γεννήθηκε το 1887 στην Κέρκυρα και πέθανε το 1940 στην Αθήνα. Σε ηλικία 16 ετών πήγε στη Ρώμη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην École des Beaux Arts και στην Académie Julian. Το 1908 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.
Εκθέτει για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1909 στην τέτερτη έκθεση της Ομάδας Νέων στο Ζάππειο. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους δημοσιεύονται στο περιοδικό Παναθήναια δύο οξυγραφίες του, «Παραλία Λοκρίδος» και «Ποταμός της Κέρκυρας». Επιστρέφοντας στο Παρίσι επισκέπτεται το Μόναχο και γνωρίζει τα χαρακτικά του Dürer. Στο Παρίσι οργανώνει το ατελιέ του κοντά στην Place Clichy (rue Nouvelle) και συναναστρέφεται τον André Dunoyer de Segonzac.
Το 1912 έρχεται στην Ελλάδα, υπηρετεί ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στους βαλκανικούς πολέμους και συμμετέχει σε έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Μετά την αποστράτευσή του επιστρέφει στο Παρίσι.
Τον Ιανουάριο του 1914 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στον «Παρνασσό» με προσωπογραφίες, πολεμικές σκηνές και θαλασσογραφίες. Το 1915 στην ίδια αίθουσα, κατά τη δεύτερη ατομική του έκθεση, παρουσιάζει πρώτος στον ελληνικό χώρο οξυγραφίες. Το 1917 μετέχει στην ίδρυση της Ομάδας Τέχνης επιβάλλοντας τη συμμετοχή του Παρθένη και επισκέπτεται τη Σαντορίνη, όπου ζωγραφίζει τοπία του νησιού. Μέλος της «Συντροφιά των εννιά», δημοσιεύει κατά το διάστημα 1915-1917 στην Κερκυραϊκή Ανθολογία σχέδιά του με τοπία και πολεμικές σκηνές.
Το 1918 οργανώνει στην αίθουσα τέχνης Geo έκθεση με θέματα το 'Αγιον Όρος, το ελληνικό τοπίο και στιγμιότυπα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που τον παρακολούθησε στο πλευρό του Α. Παπαναστασίου ως ζωγράφος του ελληνικού στρατού, επίσημα διορισμένος από την κυβέρνηση του Βενιζέλου στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου.
Το 1919 επιστρέφει στο Παρίσι με την πρώτη σύζυγό του Μικέτα Αβέρωφ. Επί έξι μήνες εργάζεται για το αντίγραφο του έργου του Delacroix «Η σφαγή της Χίου», το οποίο βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο, και τον Σεπτέμβριο εκθέτει μαζί με τους Γαλάνη, Ζαβιτσιάνο, Παρθένη, Μαλέα και άλλους σε αίθουσα τέχνης της rue de la Boétie. Στο Παρίσι μένει έως το 1933. Στην ιδιαίτερα γόνιμη αυτή περίοδο εκθέτει τακτικά στα Salons των Γάλλων καλλιτεχνών, σε διάφορες αίθουσες τέχνης της γαλλικής πρωτεύουσας καθώς και στην γκαλερί Tooth του Λονδίνου.
Στο Παρίσι εκδίδει τα λευκώματα Le mont Athos, με πρόλογο του Charles Diehl (1922), και Grèce, Paysages Antiques, με πρόλογο του Gustave Fougères (1924), και τα δυό σε 250 αριθμημένα αντίτυπα, καθώς και το La Grèce Byzantine et Franque, με πρόλογο του Gabriel Millet (1927), σε 230 αριθμημένα αντίτυπα. Το καθένα από αυτά τα λευκώματα περιλαμβάνει δώδεκα πρωτότυπες οξυγραφίες. Το 1930 εκδίδει το βιβλίο Corfou με κείμενο των Marie Aspiotis και René Puaux, σε 545 αριθμημένα αντίτυπα και 25 εκτός εμπορίου. Το βιβλίο περιέχει 32 πρωτότυπες οξυγραφίες και 15 αναπαραγωγές παλαιών χαρτών και χαρακτικών.
Το 1933 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα και εκθέτει μαζί με τους Γαλάνη, Κεφαλληνό, Ζαβιτσιάνο και Θεοδωρόπουλο στην γκαλερί «Στούντιο». Την ίδια χρονιά εικονογραφεί το βιβλίο του Δ. Καμπούρογλου, Αι Αθήναι που φεύγουν, και έπειτα ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου παρουσιάζει στην Αλεξάνδρεια την τελευταία του έκθεση (1934) και γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του Αλεξάνδρα Γεωργαντά. Επιστρέφει στην Αθήνα για να ετοιμάσει δύο ακόμη βιβλία: Ο Οίκος Μάρμορα του Σ. Θεοτόκη, με τη γενεαλογική ιστορία μιας κορφιάτικης οικογένειας, το οποίο κυκλοφόρησε το 1937 σε 150 αριθμημένα αντίτυπα, και Καράβια του Αγώνος (1938), με δώδεκα έγχρωμες χαλκογραφίες και κείμενο του ναυάρχου Δημ. Φωκά.