Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου (30 Οκτωβρίου 2008 έως 7 Δεκεμβρίου 2008). Τα έργα που παρουσιάζονται ανήκουν σε δυο περιόδους της εικαστικής δημιουργίας του Ηλία Δεκουλάκου (1969-1973 και 1976-1978). Όπως σημειώνει η Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου, ο Δεκουλάκος δεν έπαψε ποτέ να τονίζει ότι κάθε τεχνική ή αισθητική επιλογή ήταν γι' αυτόν ένα μέσο η χρήση του οποίου θα επέτρεπε την έκφραση μιας «κεντρικής ιδέας». Ύστερα από πολλές δοκιμές και πολλούς πειραματισμούς, κατόρθωσε όχι μόνο να κατακτήσει μια νέα τεχνική, αλλά και να δημιουργήσει μια εικαστική γλώσσα πρωτόγνωρη για την ελληνική ζωγραφική, πολύ διαφορετική από άλλες μορφές φωτογραφικού ρεαλισμού που δοκιμάζονταν τον ίδιο καιρό στην Ελλάδα. Η τέχνη του Δεκουλάκου δεν εξαντλείται στο εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα. Η απατηλή πιστότητα της εικόνας δεν προβάλλεται καν ως οπτικό γεγονός, αφού κάθε εικόνα είναι πρώτα απ’ όλα φορέας συγκεκριμένων νοημάτων, μια συμβολική διατύπωση ιδεών. Ο ζωγράφος τολμούσε να δώσει το προβάδισμα στην «ιδέα», όχι στη ζωγραφική. Η ιδιαιτερότητά του στο πλαίσιο της ελληνικής τέχνης έγκειται εν μέρει σε αυτή τη μόνιμη ενασχόληση με το εννοιακό στοιχείο, στη σημασία που έδινε στην «κεντρική ιδέα» ως γενεσιουργό αίτιο της ζωγραφικής. Ήξερε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία, όποια μορφή κι αν παίρνει, μπορεί να προτείνει αξίες και έχει τη δύναμη να επηρεάζει τον κόσμο, έστω κι αν δεν μπορεί να τον αλλάξει. Ο ζωγράφος που, σε όλη του τη ζωή σχολίαζε και έκρινε όσα συνέβαιναν γύρω του χρησιμοποιώντας μάλιστα σύγχρονα και συχνά πρωτοποριακά εικαστικά μέσα, δεν ταυτίστηκε κατά βάθος με καμιά «επικαιρότητα», κοινωνική ή καλλιτεχνική. Είχε έναν τρόπο να παραβαίνει τόσο τις επικοινωνιακές συμβάσεις όσο και τις τεχνοτροπικές επιταγές της εποχής του, ίσως επειδή ο βαθύτερος στόχος του ήταν να προσεγγίσει κάτι διαχρονικό και παγκόσμιο, να μετέχει σε μια καθολικότητα, που είναι η πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δύναμης.