Το βιβλίο αυτό προσεγγίζει και ερμηνεύει, μέσω της μελέτης ενός σημαντικού πολιτικού προσώπου του 12ου αιώνα, το βυζαντινό κράτος σε μια φάση της ιστορίας του καθοριστική για τη μεσαιωνική κυοφορία του Νέου Ελληνισμού. Η εποχή των Κομνηνών ήταν κρίσιμη για τη μετάβαση του Βυζαντίου από την οικουμενική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της ύστερης αρχαιότητας στα βυζαντινά ή παραβυζαντινά κρατίδια της υστερομεσαιωνικής Ρωμανίας και κατόπιν στην υπόδουλη Ρωμιοσύνη της Τουρκοκρατίας. Επί της δυναστείας των Κομνηνών, το Βυζάντιο ξεχώρισε οριστικά από τη δυτική Ευρώπη για την ελληνική παιδεία και την ορθόδοξη θρησκεία του. Συγχρόνως όμως, με την κίνηση των Σταυροφόρων και των Ιταλών εμπόρων στην ανατολική Μεσόγειο, υπέστη πολιτικά και οικονομικά την επεκτατική δύναμη της Δύσης, η οποία αποτελούσε απειλή αλλά και ευκαιρία για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι, με τους οποίους ωστόσο η συμβίωση γινόταν όλο και στενότερη. Αυτές τις ποικίλες και συχνά αντίθετες τάσεις, οι οποίες δεν έμειναν χωρίς απήχηση στη νεοελληνική πραγματικότητα, τις εκπροσωπούσε η εντυπωσιακή μορφή του κορυφαίου αυτοκράτορα της δυναστείας των Κομνηνών, του Μανουήλ Α΄ . Η πολύτροπη πολιτική και η μεγαλοπρεπής αυλή του Μανουήλ, όπως μας τις παραδίδουν με διάφορους τρόπους οι συγγραφείς που τις έζησαν, αναδεικνύουν ένα Βυζάντιο έτοιμο για αλλαγές, όπου κυριαρχούσε, μαζί με τον έντονο γενικό σεβασμό για την ορθόδοξη παράδοση, ένας πολιτισμικός ατομισμός τροφοδοτούμενος από αρχαίες ελληνικές, δυτικές και τουρκοπερσικές επιρροές. Ένας όλο και μεγαλύτερος ορθολογισμός χαρακτηρίζει τις δομές της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας και της αριστοκρατίας, ενώ η εξουσία και οι οικονομικοί πόροι συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο στα χέρια του αυτοκρατορικού κατεστημένου, και ιδίως της αυτοκρατορικής οικογένειας, στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, η αστική κοινωνία εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας γίνεται όλο και πιο σύνθετη και εκλεπτυσμένη, η Εκκλησία αποκτά όλο και πιο έντονα το χαρακτήρα επαγγελματικού οργανισμού και η εγγράμματη ελίτ επιβάλλει όλο και περισσότερο τη δική της ρητορική παιδεία ως βάση της εθνικής Ορθοδοξίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα πρέπει να διαβαστεί η τεράστια παραγωγή ρητορικών κειμένων που υμνούν τον Μανουήλ, τα οποία τροφοδότησαν όλες τις μεταγενέστερες αντιλήψεις για τη βασιλεία του.
Ο ΠΩΛ ΜΑΓΚΝΤΑΛΙΝΟ σπούδασε στην Οξφόρδη και είναι από το 1977 καθηγητής βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Ανδρέα στη Σκωτία. Έχει διδάξει επίσης στο Χάρβαρντ και στο Πανεπιστήμιο Κοτς της Κωνσταντινούπολης. Το 2002 εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Μελέτησε για τη διδακτορική του διατριβή την ιστορία της Θεσσαλίας κατά τον 13ο –15ο αιώνα· έπειτα, το ενδιαφέρον του στράφηκε σε γενικότερα ιστορικά θέματα της μέσης βυζαντινής περιόδου. Εκτός από τις μελέτες που έγραψε για το Βυζάντιο κατά τον 12ο αιώνα, οι οποίες κορυφώθηκαν στο βιβλίο για τον Μανουήλ Κομνηνό, η δημοσιευμένη έρευνά του στρέφεται γύρω από δυο άξονες: την τοπογραφία και την αστική ζωή στη μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη και τη σχέση της Ορθοδοξίας με τις κοσμικές νοοτροπίες και επιστήμες. Προσφάτως μάλιστα έχει μελετήσει το ρόλο της αστρολογίας και της προφητείας στο Βυζάντιο.
Το βιβλίο διατίθεται και σε πανόδετη έκδοση
Πίνακας Περιεχομένων