Ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από αστική οικογένεια με κεφαλλονίτικες και χιώτικες ρίζες. Λαμπρός μαθητής, με επιδόσεις στα Μαθηματικά, ανακάλυψε πολύ νωρίς την καλλιτεχνική του κλίση καί, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και ζωγραφική στη Γαλλία, όπου έζησε αρκετά χρόνια.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1930, για να εκλεγεί καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών ένα χρόνο αργότερα, και οργανώνει το Εργαστήριο Χαρακτικής τελειοποιώντας την τεχνική αυτή. Η τέχνη του βιβλίου τον απασχόλησε ιδιαίτερα, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, ενώ συνεργάστηκε και με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (1950-54) φιλοτεχνώντας γραμματόσημα που απέσπασαν διεθνείς διακρίσεις.
Ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να προβάλει τη δουλειά του, δικαιώνοντας έτσι το χαρακτηρισμό «ο Σιωπηλός», που του έδωσε ο Π. Πρεβελάκης στη νεκρολογία του. Μόνο δύο ολοκληρωμένες εργασίες του δέχτηκε να παρουσιάσει στο κοινό: Το Παγώνι (1946) και τις Δέκα Λευκές Ληκύθους (1956).
Η σχέση του Κεφαλληνού με τους μαθητές του δεν ήταν ποτέ τυπική: ενδιαφερόταν και τους φρόντιζε σαν πατέρας. Η έμφυτη καλοσύνη του (οι συγγενείς τον αποκαλούσαν «Καλογιάννη») και το αίσθημα της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης τον ωθούσαν στην υπεράσπιση των αδυνάτων και της ειρήνης. Το 1954 εκλέγεται διευθυντής της ΑΣΚΤ, θέση που θα τη διατηρήσει μέχρι το θάνατό του. Υπό την ηγεσία του η Σχολή θα ενδιαφερθεί και θα πάρει θέση σε ζητήματα πολιτισμού, ελευθερίας ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων —ζητήματα που τον απασχολούσαν πάντα αφού θεωρούσε τη ζωή πρωταρχική αξία χωρίς ιδεολογικούς δογματισμούς: αντιρρησίας συνείδησης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, φιλοτέχνησε με τους μαθητές του αφίσες που εμψύχωναν τον λαό κατά τον πόλεμο του '40 και υποστήριξε τον αγώνα της Κύπρου εναντίον της αγγλικής κατοχής.
Το βιβλίο διατίθεται και σε πανόδετη έκδοση
Πίνακας Περιεχομένων