Ο Φίλιππος Ηλιού πρόλαβε να εκδώσει τον πρώτο τόμο της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα: 1801-1818 (Βιβλιολογικό Εργαστήρι – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1997 [=1998]. Ο δεύτερος τόμος (έτη 1819-1832) κυκλοφόρησε το 2011 (Μουσείο Μπενάκη, ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ). Με τον τρίτο τόμο εγκαινιάζεται η σειρά που φιλοδοξεί τώρα να καλύψει ό,τι συμβατικά αποκαλούμε «οθωνικά χρόνια», δηλαδή την περίοδο 1833-1863. Τα 2.560 λήμματά του (έτη 1833-1844) σχεδόν ισοδυναμούν με το άθροισμα των δύο προηγούμενων (1.403 και 1.341 αντίστοιχα). Ο τόμος αυτός ψηλαφεί τη στιγμή που «το γένος μας πολιτικώς πλαστουργείται», κατά την εύγλωττη διατύπωση (το 1834) του Δημήτριου Παρρησιάδη, διευθυντή του ελληνικού λυκείου του Μονάχου. Όπως γράφει η Πόπη Πολέμη στο προλογικό της σημείωμα, οι σελίδες του προσφέρονται για μια περιδιάβαση που έχει «ως προφανείς κόμβους τη σταδιακή συγκρότηση του κράτους και των μηχανισμών του, τον ενθουσιασμό που ξεσηκώνει η έλευση του νεαρού μονάρχη, τους Βαυαρούς και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η παρουσία τους, τη μεταφορά της πρωτεύουσας, την παγίωση του κομματικού σκηνικού, την απογοήτευση των αγωνιστών μαζί με τις πρώτες αποτιμήσεις της Επανάστασης, τη διεκδίκηση του Συντάγματος, την Εθνοσυνέλευση και τις πρώτες εκλογές, τους νεοπαγείς βασικούς θεσμούς –Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, Αρχαιολογική Εταιρεία, Πανεπιστήμιο, Εθνική Τράπεζα-, τη λογοτεχνία που περνά πανηγυρικά στο στάδιο της πεζογραφίας, τον θρίαμβο των αδελφών Σούτσων, τη διαπλοκή ρομαντισμού και κλασικισμού, τους μισιονάριους, τη μετάφραση των Γραφών, το Αυτοκέφαλο, την αποκλίνουσα θεοσέβεια του Θεόφιλου Καΐρη και τις συναφείς αντιπαραθέσεις, τη βαθμιαία διαμόρφωση του ελληνορθόδοξου προτάγματος, την προϊούσα ιδεολογική σκλήρυνση, τον αυτοχθονισμό, τον γλωσσικό εξαρχαϊσμό και την αποκρυστάλλωση του μεγαλοϊδεατισμού, με τη δραστική μεσολάβηση του “μισέλληνος” Φαλμεράιερ. Όλα αυτά με κύριο πομπό και εκδοτικό κέντρο τη νέα πρωτεύουσα, ενώ σταδιακά αποκαθίστανται ανάλογες δραστηριότητες ιδίως στην Ερμούπολη, στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη». Στα οθωνικά χρόνια αυξάνεται διαρκώς η παραγωγή αυτοτελών εντύπων που απευθύνονται σε ελληνόγλωσσους πληθυσμούς (ήδη από 100 τόμους το 1833 περνά σε 245 το 1844, για να αγγίξει τους 650 το 1863). Ο τύπος της βιβλιογράφησης που ακολουθήθηκε και στον τρίτο τόμο ξεπερνά την απλή καταγραφή των εντύπων και προσπαθεί να προσφέρει υλικό για την ιστορία της ανάγνωσης και της παιδείας γενικότερα. Παρουσιάζονται αναλυτικά τα περιεχόμενα κάθε εντύπου. Καταγράφονται επίσης όλες οι παρουσιάσεις του βιβλίου στον τύπο που έχουν εντοπιστεί (προαγγελίες, αγγελίες, βιβλιοκρισίες κ.λπ.), προηγούμενες και επόμενες εκδόσεις, τίτλος πρωτοτύπου αν πρόκειται για μετάφραση ή διασκευή, καθώς και η φωτομηχανική αναπαραγωγή όλων των προμετωπίδων. Έτσι κάθε βιβλίο εντάσσεται στην εποχή που το γέννησε και στην κοινωνία που το δεξιώθηκε, και η βιβλιογραφία γίνεται ένα πολυδύναμο εργαλείο για την ελληνική κοινωνική και πολιτισμική ιστορία, εργαλείο εντέλει εθνικής αυτογνωσίας.
Ο τρίτος τόμος της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα κυκλοφορεί και σε DVD-R, όπως και οι προηγούμενοι τόμοι.
Βιβλιοκρισίες
Αυγή, 30/4/2016
Η νέα βιβλιογραφία του 19ου αιώνα: Ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί